- ἰναία
- ἰναία, ἡ,A force, strength of a swell or current at sea, Peripl.M.Rubr. 46 (ἰνδία cod.), Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἰναία — ἰναίᾱ , ἰναία force fem nom/voc/acc dual ἰναίᾱ , ἰναία force fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰναίᾳ — ἰναίᾱͅ , ἰναία force fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιναία — ἰναία, ἡ (Α) [ις (Ι)] (για δίνη ή ρεύμα τής θάλασσας) δύναμη … Dictionary of Greek
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek